Ευτάγω το τρισέλον.

Ευτάγω το τρισέλον.

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Ελληνικά
  3. τορνέσι-τρώγω
  4. Μη προσδιορισμένη
  5. Συρτάρι 62
  6. 62
  7. Α.Α. Παπαδόπουλος. Αρχ. Πόντου, Β (1929), σ. 104, 575.
  8. Αρχείον Πόντου
  9. 1929
  10. κάνω τον τρισέλο. Χαλδ. Επί του φωνασκούντος τρίσελος και τρισέρεος= φιλονεικία, έρις.  
  11. Παπαδόπουλος, Άνθιμος Α.
  12. Πόντος
  13. τρίσελος
  14. Περιοδικό