πονηρεύεσθαι

πονηρεύεσθαι

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Λεξικό Προσωκρατικής Φιλοσοφίας
  3. πονηρεύεσθαι
  4. Επεξήγηση λήμματος: Είμαι κακός/συμπεριφέρομαι πονηρά
    Όνομα Φιλοσόφου: Ηράκλειτος
    Αριθμός χωρίου: 125 a
  5. 249 (1)