Η παροιμία αυτή έχει την εξής προέλευση: Στα παλιά χρόνια στα χωριά της Ρούμελης οι γριές ενήστευαν όλεςτις ημέρες της Σαρακοστής από κρέας, ψάρι, γάλα, αυγά, τυρί, βούτυρο κλπ. Την περνούσαν συνήθως με ελιές, χόρτα και φασόλια. Ειδικώτερα όμως από την Τετάρτη πρωί έως την Παρασκευή μεσημέρι ενήστευαν απ' όλα. Δεν έβαζαν τίποτα στο στόμα τους, εκτός από νερό. Την Παρασκευή γινόταν στην εκκήσία η λειτουργία των Προηγισμένων, στην οποία ο ιερεύς εκφωνεί το: "Σοφία ορθοί. Φως Χριστού φαίνει πάσι, ενώ οι ψαλτάδες ψάλλουν τον κατανύκτιο ύμνο: " Κατευθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενωπίον Σου. Στο τέλος της Λειτουργίας εμοιράζετο αντίδωρο. Με τρεμουλιαστά χέρια το έπαιρναν οι γριούλες από το χέρι του παπά, για να τους δώσει το δικαίωμα να διακόψουν την αυστηρή νηστεία ως την άλλη Τετάρτη. Αυτές οι τρεις ημέρες, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, των επτά εβδομάδων της μεγάλης Σρακοστής αποτελούσαν το τριήμερο της αυστηρής νηστείας. Στον τριήμερο μάλιστα της Μεγάλης Βδομάδας έπιναν και ξίδι ανακατωμένο με καπνιά, εις ανάμνηση της χλής και του όξους που ήπιε ο Χριτός. Στο χορό της Λαμπρής, στο μεσοχώρι που συμμετείχε κάποτε και καμμιά γριά, καρδαμωμένη πια από το πασχαλινό αρνί. Γι' αυτό την πείραζαν οι κουτσομπόληδες, όταν έμπαινε στο χορό μπροστά, έτσι για την καλή χρονιά: Θυμάτι η γριά τουν τριήμιρου, μαύρου χουρό απ' κάνει....
(Περί λειτουργλίας Προηγιασμένων βλ. σ. 77,ίδιου αριθμού περιοδικού ως ανωτέρω.