- Τό 'στριψε
- Ψηφιακό τεκμήριο
- Συρτάρι 60
- Ελληνικά
- Σπετσιώτης-σύνορο
- 60
- Μη προσδιορισμένη
- Φ. Κουκουλές, Σύρος, ΗΜΕ, 1927, σ. 227.
- Σύρος
- στρέφω
- 1927
- Βιβλίο
- Σύρος
- Κουκουλές, Φαίδων
- = έφυγε. Απομακρυνόμενος δηλ. έκαμψε την γωνίαν της οδού, ή τον απέναντι λόφον και εγένετο άφαντος