- Μια να μη στραβοπατήσ'ς.
- Ψηφιακό τεκμήριο
- Συρτάρι 60
- Ελληνικά
- Σπετσιώτης-σύνορο
- 60
- Μη προσδιορισμένη
- στραβά
- Θρακικά, Τ. Α.', σ. 171, Σαράντα Εκκλησιές Π. Παπασριστοδούλου.
- Θρακικά
- Θράκη
- Περιοδικό
- Παπαχριστοδούλου, Πολύδωρος
- Δηλ. μιά φορά να μη κάνεις το πρώτο παραπάτημα. Ύστερα παίρνεις τον κατήφορο