Το στόμα μ' εμάλλιασεν

Το στόμα μ' εμάλλιασεν

  1. Το στόμα μ' εμάλλιασεν
  2. Ψηφιακό τεκμήριο
  3. Συρτάρι 60
  4. Ελληνικά
  5. Σπετσιώτης-σύνορο
  6. 60
  7. στόμα
  8. Μη προσδιορισμένη
  9. Α.Α. Παπαδόπουλος. Αρχ. Πόντου Γ. (1931), σ. 68, 1703.
  10. Αρχείο Πόντου
  11. 1931
  12. Πόντος.
  13. Περιοδικό
  14. Παπαδόπουλος, Άνθιμος Α.
  15. (το στόμα μου μάλλιασε) Χαλδ. Λέγεται υπό του διαρκώς μεν συμβουλεύοντος, ουδέποτε δε εισακουομένου. Παραλλαγή: "Το στόμα του μαλλιά ήφερε" Ινεπ.