- Το στόμα μ' εμάλλιασεν
- Ψηφιακό τεκμήριο
- Συρτάρι 60
- Ελληνικά
- Σπετσιώτης-σύνορο
- 60
- στόμα
- Μη προσδιορισμένη
- Α.Α. Παπαδόπουλος. Αρχ. Πόντου Γ. (1931), σ. 68, 1703.
- Αρχείο Πόντου
- 1931
- Πόντος.
- Περιοδικό
- Παπαδόπουλος, Άνθιμος Α.
- (το στόμα μου μάλλιασε) Χαλδ. Λέγεται υπό του διαρκώς μεν συμβουλεύοντος, ουδέποτε δε εισακουομένου. Παραλλαγή: "Το στόμα του μαλλιά ήφερε" Ινεπ.