Providence and Fate in Stoicism and Prae-Neoplatonism. Calcidius as an Authority on Cleanthes' Theodicy (SVF 2, 933)

Providence and Fate in Stoicism and Prae-Neoplatonism. Calcidius as an Authority on Cleanthes' Theodicy (SVF 2, 933)

  1. Providence and Fate in Stoicism and Prae-Neoplatonism. Calcidius as an Authority on Cleanthes' Theodicy (SVF 2, 933)
  2. Ψηφιακό τεκμήριο
  3. Άρθρα του περιοδικού "Φιλοσοφία"
  4. Providence and Fate in Stoicism and Prae-Neoplatonism. Calcidius as an Authority on Cleanthes' Theodicy (SVF 2, 933)
  5. 1973
  6. Επετηρίδα
  7. Δραγώνα - Μονάχου , Μυρτώ
  8. Ιστορία της Φιλοσοφίας | Στωική Φιλοσοφία | Νεοπλατωνισμός
  9. Αγγλικά | Ελληνικά - Νέα (1453-)
  10. Οι έννοιες πρόνοια και ειμαρμένη απέκτησαν με τους Στωικούς συγκεκριμένο θεολογικό περιεχόμενο και καθιερώθηκαν φιλοσοφικά, Ως κυριώτερες απόψεις του θείου αποτελούσαν μαζί με τους όρους φύσις και λόγος τις κυριώτερες εναλλακτικές περιγραφές της θεότητας, και ως λογικές αφαιρέσεις ταυτίζονταν με αυτήν. Ανάλογα με τις δυνάμεις, τα αποτελέσματα και τις περιοχές της «ενεργητικής» του δραστηριότητας ο Ζεύς, μοναδικός κοσμικός θεός του στωικού συστήματος (ως παραδοσιακή έκφραση του πρωταρχικού πνεύματος) μπορούσε να ονομάζεται πυρ τεχνικόν, ψυχή του κόσμου, κόσμος, νόμος, αιθήρ, και βέβαια φύσις, λόγος, ειμαρμένη, πρόνοια, ακόμα και ανάγκη, χωρίς να χάνη την ταυτότητα και ενότητά του και να πολυμερίζεται. Η σύμπτωση εξ άλλου θεού και κόσμου, αποτελούσε θεμελιώδες αίτημα του στωικού Πανθεϊσμού, πολύ περισσότερο αφού πρόκειται για βιταλιστικό Μονισμό, πάρα την εναλλαγή θεϊστικής και πανενθεϊστικής γλώσσας. Πρόνοια, ειδικώτερα, ήταν η θέληση του θεού, η ψυχή του, έκφραση της ουσίας του, της απεριόριστης δηλαδή αγαθότητάς του, ήταν ακόμα η ψυχή του κόσμου και η φύση στη δημιουργική της δραστηριότητα. Ειμαρμένη, που οριζόταν ως λόγος του κόσμου, λόγος και νούς του Διός, ειρμός αιτιών, που αναγόταν στο θεό ως πρώτη αιτία, θεϊκός νόμος υπαγορευμένος από την ύψιστη αγαθότητα, ήταν η εν χρόνω πραγμάτω της θεϊκής αυτής θέλησης (της Πρόνοιας), η υλοποίηση της στην απαράβατη τάξη του φυσικού σύμπαντος. Η ύλη, ακίνητος, χωρίς ποιότητα καθαυτή, τρεπτή και αλλοιωτή δι όλων, δεν προβάλλει καμμία αντίσταση στην εξατομικευτική επενέργεια της δραστικής αρχής, του θεού ως σπερματικού λόγου. Έτσι στο στωικό σύμπαν, που το θεϊκό πνεύμα διαπερνά ακώλυτο απ΄ άκρη σ' άκρη, η αιτιότητα συνέπιπτε με την τελεολογία – τουλάχιστον θεωρητικά -, η Ειμαρμένη ταυτιζόταν με την Πρόνοια, και το κακό – θεωρητικά και πάλι – δεν είχε οντολογική βάση και συνεπώς καμμία θέση στον αισιόδοξο στωικό κόσμο· όσο κι αν οι Στωικοί, αναγκασμένοι από την πραγματικότητα και τη φιλοσοφική κριτική, προσπάθησαν να το δικαιολογήσουν με λογικά και ανθρωπολογικά επιχειρήματα, και, μειώνοντας το στο έπακρο, να το εντάξουν στην τελειότητα του συνόλου. Τόσο όμως η πίστη στην άπειρη και παντοδύναμη θεϊκή Πρόνοια, όσο και η βεβαιότητα για την αδήριτη κυριαρχία της Ειμαρμένης, θεωρήθηκαν αντινομικές, η πρώτη με το φυσικό και ηθικό κακό και την κακοδαιμονία των αγαθών, η δεύτερη με την αυτονομία της ανθρώπινης βούλησης στην ηθική σφαίρα, με το ενδεχόμενο και το δυνατό, στην κοσμική. Τις αντινομίες αυτές πάσχισαν οι Στωικοί με βαθειά διείσδυση στην εμπειρική πραγματικότητα και πολύ μόχθο διαλεκτικό, να συμφιλιώσουν. Ιδιαίτερα οι συναρτήσεις Πρόνοια – κακία, Ειμαρμένη – ελεύθερη θέληση (εφ ημίν) λογίστηκαν αντιφάσεις, που υστερώτερες πολεμικές πηγές αρνήθηκαν ότι κατώρθωσαν ποτέ οι Στωικοί να συμβιβάσουν ικανοποιητικά, όσο κι αν κάποια αυθεντικά στωικά αποσπάσματα πείθουν κατά κάποιο τρόπο για το αντίθετο. Η Ειμαρμένη όμως και η Πρόνοια καθαυτές, ως ανεξάρτητες υποστάσεις και όχι θεϊκές ιδιότητες και κατηγορήματα, ουδέποτε αποτέλεσαν για τους παλαιούς τουλάχιστον Στωικούς, μέλη οποιασδήποτε συνάρτησης, ταύτισης ή ιεραρχίας – όπως στον Προ- και Νεοπλατωνισμό -, όσο κι αν (στην ταύτισή τους με το θεό) λογικά ταυτίζονταν και μεταξύ τους. Στα θεολογικά τους έργα μπορούσαν θαυμάσια οι Στωικοί να υποστηρίζουν, ότι «όλα διευθύνονται από τις επιταγές της θείας Πρόνοιας», όπως και ναι ισχυρίζωνται στα φυσικά του ότι «όλα συμβαίνουν σύμφωνα με την Ειμαρμένη», χωρίς να μιλούν αντιφατικά ούτε να εννοούν διαφορετικές κοσμικές αιτίες, αλλά διάφορες απλώς απόψεις, στις οποίες ενέτασσαν κάθε φορά την πραγματικότητα. Μια «στωική» συνάρτηση των εννοιών αυτών σε σχέση αμοιβαιότητας και ιεραρχίας συναντάμε πρώτη φορά απερίφραστα τον 4ο ή 5ο αιώνα μ.Χ. σε μια μαρτυρία του Χαλκιδίου· την πρώτη την αποδίδει στο Χρύσιππο και τη δεύτερη στον Κλεάνθη. Οι «στωικές» αυτές απόψεις βρίσκονται ειδικώτερα στα σχόλια του Χαλκιδίου στον Τίμαιο (41 e 2-3) σε αντιδιαστολή στην «πλατωνική» διαφοροποίηση. Ειμαρμένης – Πρόνοιας και στην αντίστροφη ιεράρχησή τους. Σε σχετικώς περιληπτική απόδοση η πληροφορία αυτή έχει ως εξής: «Μερικοί (αντίθετα από τον Πλάτωνα που διέκρινε την Πρόνοια από την Ειμαρμένη και υπέτασσε τη δεύτερη στην πρώτη) αρνούνται τη διαφοροποίησή τους, γιατί οι δύο αυτές έννοιες συμπίπτουν στην πραγματικότητα. Πρόνοια είναι η θέληση του θεού και συγχρόνως σειρά αιτιών και σ΄ αυτή τη δεύτερη άποψη ονομάζεται Ειμαρμένη. Συνεπώς οτιδήποτε συμβαίνει σύμφωνα με την Ειμαρμένη προέρχεται επίσης από την Πρόνοια και, κατά τον ίδιο τρόπο, όσα είναι σύμφωνα με την Πρόνοια συμβαίνουν καθ' ειμαρμένην. Έτσι νομίζει ο Χρύσιππος. Άλλοι όμως, όπως π.χ. ο Κλεάνθης, πιστεύουν ότι όσα βεβαίως απορρέουν από την «αυθεντία», της Πρόνοιας συμβαίνουν «μοιραίως» (είναι σύμφωνα με την Ειμαρμένη), όχι όμως και το αντίστροφο· δηλ. όσα συμβαίνουν «μοιραίως» δεν προέρχονται κατ΄ ανάγκην από την Πρόνοιαν» (απ. 2, 933). Η άποψη που αποδίδει ο Χαλκίδιος στο Χρύσιππο, δεν δημιουργεί ιδιαίτερα προβλήματα γιατί, αν και δεν συμπίπτει με κανένα αυθεντικό του απόσπασμα, ανταποκρίνεται τουλάχιστον στην πλειονότητα αξιόπιστων μαρτυριών για τη Θεοδικία του – χωρίς και να καλύπτη όλη την κλίμακα του δόγματός του, που δεν ήταν τελείως άμοιρο αντιφατικών θέσεων. Η Ειμαρμένη γι΄ αυτόν, ως λόγος των εν τω κόσμο προνοία διοικουμένων, ήταν πρώτιστα θεϊκός νόμος. Η θέση του Κλεάνθη όμως, όπως τεκμηριώνεται από τη μαρτυρία του Χαλκιδίου, χωρίς να διασταυρώνεται με καμμιά παράλληλη πληροφορία, στάθηκε αποφασιστική για τον καθορισμό της προσωπικής του διδασκαλίας, όσο κι αν δεν ανιχνεύεται στη σύγχρονη βιβλιογραφία καμμία, απολύτως ικανοποιητική, ερμηνεία της. Με βάση το χωριό του Χαλκιδίου αποδόθηκαν στον Κλεάνθη αντιφατικά επι μέρους δόγματα. Ελάχιστες όμως προσπάθειες έγιναν να αντιμετωπισθή η μαρτυρία αυτή σε αντιπαραβολή με άλλες πιο αξιόπιστες και τα αυθεντικά αποσπάσματά του, και να διακριβωθή το περιεχόμενο της έννοιας της Ειμαρμένης, που συνεπάγεται η πληροφορία του Χαλκιδίου. Γιατί, αν πράγματι, όπως πιστεύεται, πρόκειται εδώ για διχογνωμία μεταξύ Κλεάνθη και Χρυσίππου, αυτήν δεν περιορίζεται μόνο στην έκταση της δικαιοδοσίας της θείας Πρόνοιας, αλλά προϋποθέτει διαφορετικές απόψεις και για την Ειμαρμένη. Αν η Ειμαρμένη δεν συμπίπτη με την Πρόνοια – όπως φαίνεται να συνεπάγεται η θέση που αποδίδεται στον Κλεάνθη – δεν πρόκειται για θεϊκό πρόσταγμα, για νουν Διός, για λόγον των εν τω κόσμω προνοία διοικουμένων. Δικαιώνεται η μαρτυρία αυτή στην ολότητά της με τους στίχους του Ύμνουν στον Δία, που απλώς απαλλάσσουν το θεό από το ηθικό κακό, όπως φαίνεται να πιστεύουν πολλοί ειδικοί ; Από μια σύντομη ανάλυση των λοιπών μαρτυριών και των σχετικών ποιημάτων του Κλεάνθη δεν προκύπτει ότι ο Κλεάνθης ακολούθησε ρητά τον Ζήνωνα στο δόγμα της Ειμαρμένης, ούτε όμως φαίνεται να είχε διαμορφώσει μια δική του ανάλογη διδασκαλία με τεχνική έννοια. Ο όρος «Ειμαρμένη» εξ άλλου, ως τεχνικός όρος, λείπει τελείως από τα κατάλοιπά του. Η πεπρωμένη της προσευχής του, ως «παραδιόρθωσις» στίχων του Ευριπίδη, δεν προσφέρεται για φιλοσοφική διερεύνηση, όσο κι αν από κάποιες απόψεις το ποίημα αυτό απηχείται – μερικά και πάλι – στη μαρτυρία του Χαλκιδίου. Μερικά εξ άλλου δικαιώνεται η πληροφορία του Χαλκιδίου και από τον Ύμνο στον Δία· δηλ. μόνο κατά το δεύτερο σκέλος της : «όλα όσα συμβαίνουν καθ΄ειμαρμένην, δεν υπαγορεύονται κατ΄ ανάγκην από την Πρόνοια. Ούτε εκεί όμως ρητά αποδίδεται το ηθικό κακό στην Ειμαρμένη – όσο κι αν από φιλοσοφική άποψη αυτό θα ήταν αδύνατον - , αλλά στην ανθρώπινη μωρία και άγνοια, και ο θεός – επιμηθεϊκά πλέον – εναρμονίζει, ως λόγος, το κακό με το καλό, έτσι που τελικά το πρώτο απορροφάται και εξουδετερώνεται από το δεύτερο, και από την σκοπιά το θεού όλα είναι καλά· η θεία Πρόνοια φαίνεται να περιορίζεται από την ανθρώπινη σκοπιά και μόνο. Η Ειμαρμένη του Κλεάνθη, όπως παρουσιάζεται στο πρώτο σκέλος της μαρτυρίας του Χαλκιδίου, χωρίς να έχη απαραιτήτως οντολογική προτεραιότητα απέναντι στην Πρόνοια, φαίνεται πάντως, ως ευρύτερη λογικά έννοιας, να την περικλείη. Αν, όπως πιστεύεται, η Ειμαρμένη αυτή είναι υπεύθυνη για το κακό, δεν φαίνεται όμως να είναι ξένη και στο καλό, αφού μια περιοχή της τουλάχιστον συμπίπτει με την περιοχή της Πρόνοιας. Περιέχοντας έτσι και το κακό (το έξω από τη δικαιοδοσία της Πρόνοιας) και το καλό (όσα προέρχονται από της Πρόνοιας την αυθεντία), πρέπει να είναι μια μικτή υπόσταση – πηγή του καλού και του κακού, ισχυρότερη από την Πρόνοια, με την έννοια ότι είναι ανεξάρτητη απ΄ αυτή, και ηθικά αδιάφορη. Δεν νοείται δηλ. ως ισοδύναμη με τη Φύση (ως την δεοντολογική και αξιολογική αρχή του «τέλους» : ομολογουμένως τη φύσει ζην), αλλά μάλλον με τον όρο «φύσις», όπως νοείται στην διατύπωση τα κατά φύσιν, ηθικά, δηλ. αδιάφορος φυσικός νόμος. Μια τέτοια άποψη όμως δεν συμβιβάζεται με το περιεχόμενο των καταλοίπων του φιλοσόφου μας. Εμπρός στο αδιέξοδο είτε να απορρίψωμε τη μαρτυρία του Χαλκιδίου ως ασυμβίβαστη με τα άλλα αποσπάσματα – δεν είναι εξ άλλου από τις άριστες και πιο αμερόληπτες πηγές του Στωικισμού σε όλες τις αναφορές του – είτε να καταλογίσωμε την αδυναμία μας να την ερμηνεύσεωμε ικανοποιητικά στο σύνολό της στην απελπιστική πενιχρότητα των καταλοίπων του Κλεάνθη, επιχειρούμε μια προσπέλαση που, από όσο ξέρομε, δεν δοκιμάστηκε από την έρευνα, για κάποια υποθετική ερμηνεία. Προσπαθούμε δηλαδή «να ερμηνεύσωμε το Χαλκίδιο διά του Χαλκιδίου» σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα από όσο επιβάλλουν τα – αδικαιολόγητα λίγα – χωρία, που περιλαμβάνονται στη συλλογή των στωικών αποσπασμάτων, και σε αντιδιαστολή με το «περί ειμαρμένης δόγμα», που ο σχολιαστής αποδίδει στον Πλάτωνα, από τον μεσοπλατωνικό – καλύτερα προ-νεοπλατωνικό, αφού απηχεί και νέο-πυθαγορικά στοιχεία – πρίσμα. Στο στάδιο αυτό της έρευνάς μας, δεν μας ενδιαφέρει τόσο τι πίστευε ο ίδιος ο Κλεάνθης για τη σχέση Ειμαρμένης-Πρόνοιας (που εξ άλλου δεν αποτελούσε φιλοσοφικό πρόβλημα της εποχής του, αλλά αντιμετωπίζεται θεολογικά μετά τον 1ο π.Χ. αιώνα και κυρίως, με μεγαλύτερη οξύτητα, από το 2ο μ.Χ. και εξής – και μάλιστα από τους Νεοπλατωτινικούς χωρίς όμως και να έχη τεθή ως πρόβλημα απ΄ αυτούς), αλλά ποια ήταν η γνώμη του Χαλκιδίου για τις προσωπικότητες του Στωικισμού και την στωική Ειμαρμένη επτά αιώνες αργότερα. Υπάρχουν δύο ενδεχόμενα: είτε ο Χαλκίδιος (ή η πηγή του, πιθανώτατα ο Νουμήνιος μέσω του Πορφυρίου) είχε υπ΄όψει του έργα χαμένα για μας, που δικαίωναν τις ειδήσεις του, είτε ο σχολιαστής μας απέδωσε την πιο πάνω άποψη στον Κλεάνθη για λόγους που εξυπηρετούσαν τη δική του θέση – την «πλατωνική» δηλ. θεωρία -, δίνοντας όμως στα συμφραζόμενα ωρισμένα στοιχεία διαφωτιστικά για το πώς αυτός εννοούσε τα λεγόμένα του. Πράγματι από μια σχηματική επισκόπηση της «πραγματείας» για την Ειμαρμένη, που αποτελεί μια από τις σπουδαιότερες παρεκβάσεις των Σχολίων του στον Τιμαίο (κεφ. 143-190), συνάγεται ότι ο Χαλκίδιος διαμορφώνει την «πλατωνική» άποψη σε συνεχή αντιδιαστολή προς τη «στωική», παρά το γεγονός ότι το μεσοπλατωνικό δόγμα για την Ειμαρμένη που αποδίδει στον Πλάτωνα είναι σε βάθος διαποτισμένο από στωικά στοιχεία. Για να μην θεωρηθή η στάση του ακραιφνώς πολεμική έναντι των Στωϊκών, παρουσιάζει τις στωϊκές θέσεις ως «αναιρέσεις» των «πλατωνικών» θέσεων, ενώ ούτε ο Πλάτων είχε διαμορφώσει συστηματικές απόψεις για την Ειμαρμένη – κατά τα μέσο-πλατωνικά δεδομένα – ούτε πού περισσότερο οι Στωικοί είχαν τη συναίσθηση ότι αναιρούν σχετικά «πλατωνικά» δόγματα. Είχαν μόνο τη συνείδηση, ότι πρώτοι έθεταν ένα φιλοσοφικό πρόβλημα Ειμαρμένης, σε αντιδιαστολή προς ωρισμένες αριστοτελικές απόψεις ίσως, και οπωσδήποτε αντίθετα προς τον Επίκουρο. Κατά τον Πλάτωνα πάντως, σύμφωνα με τον Χαλκίδιο, η Πρόνοια προηγείται της Ειμαρμένης. Έτσι «η Ειμαρμένη εξαρτάται από την Πρόνοια αλλά όχι και η Πρόνοια από την Ειμαρμένη» (κεφ. 143, 147). Η ορθόδοξη στωική αντίστοιχη θέση, όπως αντιπροσωπεύεται από τον Χρύσιππο – παρά την ισοδυναμία Πρόνοιας – Ειμαρμένης – συμπίπτει κατά το ένα σκέλος της με την «πλατωνική θέση»: «όσα συμβαίνουν καθ' ειμαρμένην συμβαίνουν και κατά πρόνοιαν». Η θέση δηλ. του Χρυσίππου ικανοποιούσε μόνο μερικά το αντιστωικό πνεύμα του Χαλκιδίου. Αυτό που χρειαζόταν για αντιτάξη πληρέστερα τους Στωικούς στον Πλάτωνα ήταν μια άποψη που να βρίσκεται σε ριζικώτερη αντίθεση με την «πλατωνική». Και είναι χαρακτηριστικό ότι αυτή δεν την απέδωσε αποκλειστικά στον Κλεάνθη, αλλά προφανώς σε κάποιον κύκλο (άλλοι), που πίστευε ότι μπορούσε να επροσωπείται και από τον Κλεάνθη. Και τούτο, είτε γιατί το όνομα του Κλεάνθη δεν εμφανιζόταν μαζί με αυτά του Ζήνωνος και του Χρυσίππου αναφορικά με το δόγμα της Ειμαρμένης, ούτε είχε ο ίδιος, όσο ξέρομε, ανάλογη προσωπική δογματική θεωρία, είτε γιατί ο Χαλκίδιος (ή η πηγή του) πίστευε ότι οι απόψεις του συνέπιπταν με τις – όπως γενικά πιστεύεται, νεώτερες – αστρονομικές απόψεις για την Ειμαρμένη. Τις απόψεις αυτές πάντως ο Χαλκίδιος δεν φαίνεται να τις διαχωρίζη από τις στωικές. Αποφασισιτκό ίσως για την απόδοση στον Κλεάνθη της πιο πάνω γνώμης υπήρξε το γεγονός ότι γι΄αυτόν ο θεός ήταν ανεύθυνος για το κακό, πράγμα όμως που είναι και αυθεντική πλατωνική άποψη, πάρα την προτεραιότητα της Πρόνοιας απέναντι στην Ειμαρμένη, που Χαλκίδιος αποδίδει στον Πλάτωνα. Αναζητώντας μια συνεπή στωική θέση για την προέλευση του κακού, ο Χαλκίδιος προσπαθεί να κατανοήση μια στωική άποψη για την Ειμαρμένη, υπόλογη και για το κακό (κεφ. 174-175). Αυτή όμως τελικά ανάγεται σε μια μικτή ουσία, που είναι και πηγή του καλού, και εξαρτάται από τη φόρα των άστρων. Πρόκειται για την αστρολογική άποψη της Ειμαρμένης, που αναφέρεται από πολλές πολεμικές πηγές της ύστερης αρχαιότητας και προϋποθέτει άκαμπτη αιτοκρατία. Όπως όμως παρουσιάζεται να περιλαμβάνη και το κακό (όσα συμβαίνουν πέρα από το θεϊκό σχέδιο) και το καλό (όσα υπαγορεύονται από τις επιταγές της Πρόνοιας), είναι η μόνη συνεπής προς τη θέση που ο Χαλκίδιος αποδίδει στον Κλεάνθη, άσχετα να αντιπροσωπεύη ή όχι τις πραγματικές απόψεις του φιλοσόφου στο θέμα αυτό. Παρά το γεγονός ότι η έρευνα δεν έχει καταλήξει σε οριστικά συμπεράσματα ως προς την απαρχή της συνάφειας της στωικής ειμαρμένης με την κατά τα χαλδαϊκά πρότυπα αστρολογική, και παρά τις «αστρολογικές αλληγορίες» του Κλεάνθη και τη σημασία του ήλιου στη Θεολογία του, με την υποθετική αυτή ερμηνεία μας δεν υποστηρίζομε ότι μπορεί να ενταχθή ο Κλεάνθης στους αστρολόγους αιτιοκράτες· πολύ περισσότερο ότι περιόριζε την παντοδυναμία του θεού και θεωρούσε τη μοίρα ανώτερή του. Σε μια τέτοια περίπτωση η διαφωνία του με τον Ζήνωνα και τον Χρύσιππο θα ήταν πολύ καίρια για να περάση απαρατήρητη από τους εκπροσώπους του Μέσου και Νέου Στωικισμού. Υποστηρίζομε απλώς – ως μια υπόθεση πιθανώτερη από άλλες που αναφέρομε – ότι επτά αιώνες αργότερα ο Κλεάνθης δεν διακρινόταν από αυτούς που σημασιοδοτούσαν την Ειμαρμένη αστρολογικά. Υπεύθυνος για την υπερβολική αυτή άποψη είναι ίσως ο Νουμήνιος, που υπερτόνισε τις διχογνωμίες των σχολαρχών του Αρχαίου Στωικισμού. Αν δεν απορρίψωμε τη μαρτυρία του Χαλκιδίου, η προσπάθεια μας προσφέρει μια πιθανή υποθετική ερμηνεία. Τόσο ο Πλάτων όσο και οι Στωικοί κρίνονται εδώ από το πρίσμα και την προβληματική του Προ–και Νέο–πλατωνισμού. Αυτό που απαιτείται, ειδικά για τους Στωικούς με τα πενιχρά αποσπάσματα, είναι εξονυχιστική ανάλυση των πηγών της δευτερεύουσας γραμματείας για την αξιοποίησή της. Μια επιλογή των πιο αυθεντικών αποσπασμάτων θα αποτελούσε ένα καλό αξιολογικό κριτήριο.
  11. Κλεάνθης | Χαλκίδιος | Πρόνοια | Ειμαρμένη