Ένα θεμελιώδες πρόβλημα κατά την ερμηνεία της αριστοτελικής ηθικής είναι ο προσδιορισμός του ποιοτικού χαρακτήρα της κεντρικής έννοιας της μεσότητος. Η κριτική που αναπτύσσει ο Immanuel Kant στη Μεταφυσική των ηθών εγκλωβίζει τη μεσότητα σε μια λογική διαβαθμίσεων μεταξύ ακραίων επιλογών και ηθικής ορθότητας. Ο έλεγχος της επικριτικής αυτής θέσης αναζητεί αφενός τον προσδιορισμό του ποιοτικού χαρακτήρα της μεσότητος μέσω της ιστορικά διαπιστωμένης λειτουργίας της στο αξιακό περιβάλλον της αρχαίας πόλεως, από όπου προκύπτει ο ουσιώδης δεσμός της με δυναμικές κοινωνικοπολιτικές τάσεις. Σε ένα κατ΄ αρχήν αυστηρό εννοιακό επίπεδο επιχειρείται αφετέρου η κατάδειξη του ποιοτικού χαρακτήρα της μεσότητος εκκινώντας από την αναγκαιότητα του θεμελιώδους της όρον, σύμφωνα με την υπόδειξη του Σταγιρίτη φιλοσόφου. Η αναγωγή του όρου της μεσότητος στο αριστοτελικό ηθικό ιδεώδες παρουσιάζει το πλεονέκτημα ότι αναδεικνύει τη βαρύτητα των υψηλών νοητικών δυνατοτήτων του ανθρώπου μέσα στη συγκεκριμένη ηθική πράξη, σε αναφορά προς τους όρους συγκρότησης της τελευταίας. Ουσιαστικό επιχείρημα υπέρ του προσδιορισμού του όρου της μεσότητος υπό το πρίσμα μιας σύζευξης μεταξύ θεωρίας και πράξης αποτελεί και η αναπόφευκτη προσφυγή στην εμπειρία προκειμένου να προσδιοριστεί το γνωσιολογικό περιεχόμενο της μεσότητος σύμφωνα με τις απαιτήσεις της πρακτικής φιλοσοφίας.