Για τη σχέση: Πλάτων - Αριστοτέλης υπάρχουν δύο διαμετρικά αντίθετες θέσεις. Κατά την πρώτη, του Ρ. Natorp, ο Αριστοτέλης οδηγείται στη δική του φιλοσοφική θεώρηση μετά από μια χονδροειδώς παρεξηγημένη κριτική ερμηνεία της πλατωνικής θεωρίας των ιδεών. Κατά τη δεύτερη του D. Ross, ο Αριστοτέλης αποτελεί τον ολοκληρωτή αυτού που ο Πλάτων είχε διατυπώσει σε μυθική-μυθολογική μόνον μορφή (απομυθοποίηση, απομυστικοποίηση, απο-οντολογικοποίηση των ιδεών). Πέρα απ΄ αύτήν τη διαμάχη υπάρχει και μια τρίτη θέση που έχει παραβλεφθεί, η θέση δηλ. οτι ο Αριστοτέλης εξ αιτίας ωρισμένων εξωτερικών και εσωτερικών λόγων (ο μη ορισμός του ως διαδόχου του Πλάτωνος στην Ακαδημία και η προσπάθεια θεμελιώσεως μιας αποκλειστικά ιδικής του φιλοσοφίας) επιφανειακά μεν φέρεται ως αντίπαλος του Πλάτωνος, στην πραγματικότητα όμως επιστρέφει στις φιλοσοφικές αρχές του Πλάτωνος και φανερά ή ανομολόγητα χρησιμοποιεί επιχειρήματα από την φιλοσοφία του Πλάτωνος. Το ευλογοφανές της θέσεως αυτής μπορεί ν΄ αποδειχθεί με αφετηρία ορισμένες βασικές αρχές των δύο φιλοσόφων. Προς το σκοπό αυτό συγκρίνεται το Χ βιβλίο των Μεταφυσικών του Αριστοτέλους προς τον Πλατωνικό Παρμενίδη —ιδιαίτερα προς το δεύτερο διαλεκτικό μέρος αυτού. Η σύγκριση αυτή επιτελείται υπό το φως τεσσάρων χαρακτηριστικών σημείων: 1) υπό εκείνο της σημασιολογικής ερμηνείας του Ενός, 2) υπό τη σκοπιά του αριθμού των αρχών— το λεγόμενο πρόβλημα των γενών καθ΄ όλου, 3) υπό τη σκοπιά του οντολογικού προβλήματος — της σχέσεως του Ενός προς το Ον και 4) υπό την οπτική γωνία του καλουμένου προβλήματος των Transscendentalia ή, ακριβέστερα, της αναφορικής σχέσεως της υπερβατικότητος προς την εγκοσμιότητα.
1) Σημασιολογική ανάλυση του Ενός
Θεμελιώδεις σημασίες του Ενός στο Χ βιβλίο των Μεταφυσικών: α) το συνεχές, β) το όλον, γ) το καθόλου, δ) το καθ΄ έκαστον. Και οι τέσσερεις αυτές σημασίες συνέχονται από το κοινό διά πάντων κριτήριο του «αδιαιρέτου», σύμφωνα με το οποίο οι δύο πρώτες σημασίες πρέπει να είναι ως προς την φυσική τους κίνηση απλές και αδιαίρετες, ενώ οι δύο τελευταίες ως προς την έλλογη σύλληψή τους και γνώση (χώρος του πνεύματος). Με αυτό ο Αριστοτέλης επιδιώκει να συλλάβει τον κόσμο ως ένα ενιαίο Όλον και να θεμελιώσει έτσι ένα μονοκρατικό-μονιστικό σύστημα: τούτο δε σε αντιπαράθεση προς το διαρχικό-πλουραλιστικό (πολυφωνικό) σύστημα αρχών του Πλάτωνος (Παρμενίδης και άλλοι ύστεροι διάλογοι), από τον οποίο ο Αριστοτέλης δανείζεται ωστόσο το εννοιολογικό πλαίσιο αναφοράς.
2) ΄Αριθμός των άρχων (πρόβλημα των: Universalia)
Το Εν και το Ον ως παντάπασιν καθολικές, ισοδύναμες και αντιστρέψιμες πρωτογενείς αρχές, που διακρίνονται για την εξαιρετική οντολογική τους θέση, ως μη αποτελούντα δηλ. attributa ή απλά διαλεκτικά γένη. Τo Eν και τo Oν κατ΄ Αριστοτέλη σε συσχετισμό προς το πολυπαραγοντικό σύστημα του Πλάτωνος, από το οποίο ο Αριστοτέλης δεν κατορθώνει τελικά —παρά τις προσπάθειες— ολοσχερώς να διαφοροποιηθεί (εισδοχή πολλών πλατωνικών λογικών προσδιορισμών: πολλά - άλλα - ταυτότης - ομοιότης - ισότης).
3) Οντολογική κατάσταση του Ενός
Ένα από τα σημαντικότερα σημεία κριτικής του Αριστοτέλους: η οντολογικοποίηση των ιδεών, συμπεριλαμβανομένου και του Ενός (2 κεφ. I βιβλίου των Μεταφυσικών). Το Εν ως ουσία στον Πλάτωνα. Ο Πλάτων και ο χωρισμός των δύο κόσμων — ένας πραγματικός κατά χώρον χωρισμός και όχι μια εννοιολογική διαφοροποίηση κατά τον Αριστοτέλη. Με τον χωρισμό αυτό οδηγούμεθα στο διπλασιασμό των κόσμων και στον αδιαφοροποίητο υποβιβασμό του Ενός σε όντα — σε πολλά όντα. Το Εν και το Ον κατά τον Αριστοτέλη έχουν ενα κατηγοριακό και εννοιολογικό μόνον χαρακτήρα και το ίδιο πρέπει να ισχύει και για τις πλατωνικές ιδέες. Εν και Ον είναι τρόποι κατηγορήσεως ή απλά λογικά κατηγορήματα — δεν έχουν δηλ. οντολογικό χαρακτήρα. Εσωτερικές αντιφάσεις της αριστοτελικής θέσεως περί αντιστρεψιμότητος του Ενός και του Όντος μετά την αρνησή του να δεχθεί τον οντολογικό χαρακτήρα του Ενός και του Όντος. Στην αριστοτελική ωστόσο θέση περί αντιστρεψιμότητος του Ενός και του Όντος αντιστοιχεί η πλατωνική «συμπλοκή γενών», όπου κάθε γένος λειτουργεί διαλεκτικά και ως υποκείμενο και ως κατηγόρημα ταυτοχρόνως (Παρμενίδης, Σοφιστής).
4) Ύπερβατικότης-Έγκοσμιότης
Το απροσδιόριστον και η απροσδιορισιμότης του Ενός οδηγεί σε ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα: το πρόβλημα σχέσεως της υπερβατικότητος προς την εγκοσμιότητα. Το Εν ορίζει ο Αριστοτέλης ως την υποκείμενη καθολική αρχή των όντων και των κατηγοριακών προσδιορισμών τους. Ως την αμετάλλακτη και με τον εαυτόν της όμοια πάντοτε αρχή, που διατηρείται δια μέσου των όντων και ταυτοχρόνως τα υπερβαίνει (unum transcendentale). Ως το: «ενί είναι» αδιαίρετον και ως «μέτρον» — ως γνωστική δηλ. και μετρητική αρχή. Συγχρόνως όμως το Εν στερείται πραγματικής υπάρξεως και ουσιολογικού προσδιορισμού του περιεχομένου του —το Εν ως μη έχον οντολογικόν χαρακτήρα.
Η ενωτική αρχή είναι έτσι άγνωστη και απροσδιόριστη —δεν είναι ούτε κάτι το γενικό, ούτε κάτι το ατομικό, ούτε αισθητή, ούτε νοητή κλπ., ούτε καν αριθμητικά εν! Εμφανίζεται ωστόσο και ισχύει και στον αισθητό και στον νοητό χώρο, όχι ως καθολικό τρόπον τινά μέτρο, αλλά ως ειδικό εκάστοτε των διαφόρων περιοχών μέτρο— ως το σύνολο όλων των εκάστοτε ενοποιητικών προσδιορισμών και σημασιών, που αναιρείται όμως και το ίδιο, όταν αναιρούνται και αυτές. Έτσι το Εν μοιάζει σαν ένα απλό όνομα, ενώ αρχικά ίσχυε ως υπερβατική υποκείμενη αρχή, που όμως εκδηλώνεται μέσα στην εγκοσμιότητα. Αυτό σημαίνει οτι η υπερβατικότης του Ενός εμφανίζεται μόνο στην εγκοσμιότητα και συμπίπτει μ΄ αυτήν χωρίς η ίδια να έχει οποιανδήποτε άλλην πέρα απ΄ αυτό ουσίαν ή ορισμό.
Το παράδοξο αυτό και στον Παρμενίδη του Πλάτωνος, όπου το μη προς τα «άλλα» αναφερόμενο Εν δεν είναι τίποτα ούτε καν κάτι το απροσδιόριστο! Γι αυτό ο Πλάτων εισάγει τη «συμπλοκή γενών». Πρβλ. επίσης την Επιστολή του Πλάτωνος, όπου υποστηρίζεται ότι κάθε γραπτή ή εννοιολογική διόριση του Ενός θα περιέπιπτε στην παραδοξία του προσδιορισμού ενός Απροσδιορίστου ή μη προσδιορισίμου.
Ο Αριστοτέλης λοιπόν βάζει στη θέση του Πλατωνικού αυτο-αναφορολογικού Όλου μια μονιστική αντίληψη (υπερβατικότης - εγκοσμιότης ως σύστημα διαφόρων βαθμίδων), για να διαφοροποιηθεί έτσι από τον Πλάτωνα. Σε τι όμως διαφέρει ένα σύστημα, κατά το οποίο η υπερβατικότης καθίσταται προσιτή στον χώρο της εγκοσμιότητος χωρίς η ίδια να διακρίνεται για την οντολογική της φύση, από ένα άλλο, το οποίο δέχεται υποθετικά μεν την υπερβατικότητα, αλλά γι΄ αυτήν επιτρέπει να μιλάει κανείς με μεταφορές ή παρομοιώσεις;
Ο Αριστοτέλης λοιπόν παρά τον εξωτερικά εντυπωσιάζοντα τόνο της πολεμικής του εναντίον του Πλάτωνος, δεν προχωρεί ουσιαστικά πέρα από ένα απλό ξεκίνημα ή έναν απλό αντισχυρισμό και μια διαλεκτική αντιπροβολή των θέσεών του — ενώ ουσιαστικά με τα επιχειρήματά του αναγκάζεται να επιστρέφει συχνά στον Πλάτωνα και όχι σπανίως να χρησιμοποιεί τα ίδια τα εννοιολογικά εργαλεία του Διδασκάλου του.