(λέγεται στην Αρτοτίνα επι ανάγκης, ήτις περιορίζει τινά να εκπληρώση επόθον μίας του τινάς. Προήλθε από το εξής περιστατικόν.Ένας Αρτοτιός με τη γαϊδούρα του φορτωμένη ακολουθούσε καραβάνι από μουλάρια φορτωμένα. Οι οδηγοί των ζώων έρχονταν από κοντά απ' το καραβάνι για το φόβο μην πεταχτούν από κάπου κακοποιοί και τη ληστέψουν. Όλοι ήταν οπλισμένοι. Κείνος που οδηγούσε τη γαϊδούρα πήγαινε παρά κοντά και πιασμένος απ' την ουρά του ζώου κι άοπλος. Κάποιος στρατοκόπος διάβηκε. Τον είδε έτσι ξεμακρυσμένον απ' τους άλλους και χωρίς όπλο να πάη πιασμένος απ' την ουρά της γαϊδούρας.
-Γιατί πας κρεμασμένος στην ουρά, του λέει, και τόσο μακρυά απ' τους άλλους;
-Με γαμεί του τφεκ', λέει, κι' πάου κουντά τ' γαϊδούρα. (Δηλ. μου λείπει το τουφέκι κι έχω το φόβο μη μου αρπάκουν το φορτί οι κακοποιοί. Έτσι έμεινε η παροιμία.)