Πάει το στόμα του κιρκίρι.

Πάει το στόμα του κιρκίρι.

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Συρτάρι 60
  3. Ελληνικά
  4. Σπετσιώτης-σύνορο
  5. 60
  6. στόμα
  7. Μη προσδιορισμένη
  8. Αρχείο Χειρογράφων
  9. Λ.Α. αρ. 682, σ. 172, Παξοί, Δένδιας
  10. 682
  11. 1915
  12. Δένδιας, Μιχαήλ
  13. Παξοί
  14. Σημ. κιρκίρι, λέξις πεπστημένη εκ του ήχου, ον εκράγαν αι λίαν ταχέως προσφερόμεναι λέξεις. Ερμ. λίαν ταχέως και απροσκόπτως ομιλέι, άρα κατέχει το περί ου ο λόγος, όθεν "αυτός είναι κιρκίρι" = ρήτωρ, σοφός