- Ψηφιακό τεκμήριο
- Αρχειακό και οπτικο-ακουστικό υλικό ερευνών
- Πυργί
- 1564
- Πυργίου
- Χίου
- Χίου
- Αυτό είναι και σήμερα Πυργί.
- Όχι
- Υπάρχουν 2 περίπου οικογένειες προερχόμενες από τη Μ. Ασία.
- Όχι
- Αυτήν που μιλούν και σήμερα.
- Υπήρχαν έξι εκκλησίες.
- Ανήκαν στην κοινότητα Πυργίου.
- Ένα (1)
- Γύρω στο 1925.
- Κυρίως γεωργικές
- Σιτηρά, όσπρια, λάδι, καπνός, βαμβάκι, μαστίχι.
- Αγαθά για αυτοκατανάλωση: σιτηρά, όσπρια, λάδι και βαμβάκι με το οποίο έφτιαχναν τα ρούχα τους. Καπνός και μαστίχι καλλιεργούνταν για έμποριο.
- Σήμερα καλλιεργούν σιτηρά, όσπρια, λάδι και μαστίχι.
- Όχι
- Όχι
- Από 20 στρέμματα και άνω.
- Περίπου 50.
- 10 στρέμματα περίπου
- Οικόσιτη μόνο.
- Από πολύ-πολύ παλιά χρόνια.
- Όχι
- Όχι. Είναι μεσογειακό χωριό.
- Όχι
- Εξέλεγαν 2 γερόντους που εκτελούσαν χρέη προέδρου. Υπήρχε ένας άνθρωπος που εκτελούσε χρέη συμβολαιογράφου και ελέγονταν νόταρος. Αυτός κρατούσε τους κοντίκους.
- Ανάλογα με την κτηματική περιουσία καθορίζονταν ο φόρος τον οποίο πλήρωναν στον νοτάριο. Το φόρο τον ονόμαζαν δόσιμο. Αν κάποιος δεν είχε την ευχέρεια να πληρώνει το φόρο του έπαιρναν ένα ζώο.
- Σε τρεις. Στους πλουσίους, μέσους και φτωχούς. Αυτό το είδος της ζωής που ζούσαν.
- Ήταν συνηθισμένο φαινόμενο.
- Δεν ήταν υποχρεωτική η συμμετοχή αλλά συμμετείχαν όλοι. Συμμετείχαν νέοι και γεροί, γυναίκες σπάνια.
- Όχι
- Η αλληλοβοήθεια ήταν σύνηθες φαινόμενο ανάμεσα στις οικογένειες. Βοηθιόνταν στο φύτεμα του καπνού, στο θέρος, στο μάζεμα της μαστίχας κ.α.
- Ναι, στο κτίσιμο του σπιτιού.
- Όχι, όλοι μαζί γυναίκες άνδρες αλληλοβοηθούνταν.
- Από 7 μέλη. Από γονείς και παιδιά.
- Φέντη τον πατέρα, μάνα τη μητέρα.
- Παππού
- Γιαγιά - τσερά
- Παππού
- Γιαγιά - τσερά
- Εγγόνια
- Εγγόνια
- Αδέρφια
- Αδερφάδες
- Ναι, εάν υπήρχε εκκλησία την έπαιρνε ο μεγαλύτερος.
- Όχι
- Με τ' όνοματά τους.
- Θείε
- Θειά
- Θείε - θεία
- Με τ' όνοματά τους.
- Με τ' όνομά τους.
- Όχι
- Δίδυμα
- Συμπεθέρους
- Καλέ
- Καλέ
- Αντραερφός, αντραερφή.
- Καλέ
- Καλέ
- Γυναικαερφός - γυναικαερφή.
- Με τ' όνομά του.
- Με τ' όνομά του.
- Με τ' όνομά του.
- Με τ' όνομά της.
- Με τ' όνομά της.
- Με τα ονόματά τους.
- Του παππού από τον πατέρα. Της γιαγιάς από τη μητέρα. Ένα από την οικογένεια της μητέρας και ένα από του πατέρα. Ο νονός έδινε όνομα όταν οι γονείς δεν είχαν δικό τους.
- Οι γυναίκες εργάζονταν όλη την ημέρα με τους άννδρες στα χωράφια.
- Όλες ανεξαιρέτως.
- Το σκάψιμο, το ζευγάρισμα.
- Από 12 χρονών. Εκτός από το νοικοκυριό όλες οι άλλες δουλειές ήταν κοινές για αγόρια - κορίτσια.
- Παντρεύονταν ανεξάρτητα σειράς και ηλικίας.
- Κανονική ηλικία γάμου για γυναίκα ήταν 18 ετών και άνω. Για τους άνδρες από 20 και πάνω. Ναι, ιδίως αν η γυναίκα είχε περιουσία.
- Συνήθιζαν να παντρεύονται μέσα στο χωριό. Από άλλο χωριό δεν έπαιρναν νύφη, ή γαμπρό.
- Το νέο ζευγάρι εγκαθίστατο σε καινούριο σπίτι, προίκα ενός εκ των συζύγων.
- Όχι
- Η πατρική περιουσία μοιράζονταν όταν παντρεύονταν και το τελευταίο παιδί.
- Όταν δημιουργούσαν δική τους οικογένεια.
- Μόνοι οι γονείς.
- Σπάνια
- Ναι
- Για όποιο κορίτσι τύχαινε.
- Όχι
- Ο γαμπρός διατηρούσε το επώνυμό του. Τα παιδιά έπαιρναν το επώνυμο του πατέρα τους.
- Μέχρι και τρίτα εξαδέρφια δεν παντρεύονταν μεταξύ τους. Δεν υπήρξε τέτοια περίπτωση.
- Ναι
- Όχι, παντρεύονταν.
- Ναι, για ασυμφωνία χαρακτήρων.
- Ο νονός του γαμπρού.
- Αυτός που στεφάνωνε το ζευγάρι. Μπορούσαν δύο παιδιά της ίδιας οικογένειας να έχουν τον ίδιο νονό.
- Συνήθως κάποιος φίλος.
- Απαγορευόταν
- Όχι
- Δεν συνέβη κάτι τέτοιο ποτέ στο χωριό.
- Σπάνια
- Οι νοτάροι
- Ναι αν υπήρχαν.
- Ναι στο χωριό
- Ναι
- Ναι. Ναι.
- Μοιράζονταν εξίσου.
- Όχι
- Όχι σε όλα τα παιδιά εξίσου.
- Όχι
- Αν υπήρχαν συγγενεί μοιράζονταν σ' αυτούς και στον άνδρα της πεθαμένης.
- Όχι
- Κανένας
- Η κτηματική περιουσία των γονέων μοιράζονταν στα παιδιά μετά το γάμο και του τελευταίου.
- Όλα το ίδιο μερίδιο.
- Ήταν ίσο.
- Και με τους δύο τρόπους.
- Γινόνταν και με κλήρο και προφορικά μεταξύ αδελφιών.
- Αν ήταν άγραφα γίνονταν ίσα μερίδια.
- Κληρονομικά δικαιώματα είχαν τ' αδέλφια του θανόντος.
- Οι κόρες του.
- Ναι μπορούσε.
- Εάν δεν υπήρχαν παιδιά.
- Προτιμούσαν παιδιά αδελφών.
- Όπως τα κανονικά παιδιά.