- Ψηφιακό τεκμήριο
- Αρχειακό και οπτικο-ακουστικό υλικό ερευνών
- Πινές
- 999
- Ελούντας
- Μιραμπελλου
- Λασιθίου
- Η παράδοση αναφέρει οτι το όνομα του χωριού Πινές, προέρχεται απο τη Φραγγογαλλική λέξη ελ πινες=εύφορο έδαφος. Δεν θυμούνται όμως αν κάποτε παλιά ονομαζόταν έτσι το χωριό.
- Όχι
- Σε όλη την Κοινότητα 7-8 οικογένειες Μικρασιάτες.
- Κατοικούσαν σε δυο μεγάλα αγροκτήματα έξω απο το χωριό, που ονομάζονταν το ένα Χατζοξεϊνη και το άλλο Τσιφλίκι. Ιδιαίτερα το Τσιφλίκι, ήταν μια ολόκληρη περιφέρεια Τούρκικων κτημάτων στην κοινότητα της Ελούντας. Οι Τούρκικες οικογένειες είχαν τα σπίτια τους εκεί, μακριά απο το χωριό, που αποτελούσαν μια γειτονιά περιτειχισμένη με ψηλό τείχος και σπίτια κτισμένα με τούρκικο σχέδιο, το ένα καλλημένο με το άλλο. Οι Τούρκοι λοιπόν είχαν συμισακάτορες Χριστιανούς που τους καλλιεργούσαν τα κτήματα και έπαιρναν το μισό της παραγωγής. Ήταν δηλαδή Τούρκοι γεωκτήμονες, τσιφλικάδες. Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών το κράτος παραχώρησε στους μικρασιάτες πρόσφυγες τα σπίτια των Τούρκων και τους μοίρασε όσα κτήματα οι Τούρκοι δεν είχαν προλάβει να πουλήσουν στους Χριστιανούς, που τα είχαν οι ίδιοι ακόμα και σήμερα. Σήμερα τα σπίτια στο Χατζορεϊνη δεν σώζονται μόνο τα ερείπια, ενώ στο τσιφλίκι διατηρούνται σε καλή κατάσταση.
- Μιλούσαν την Κρητική διάλεκτο της Ανατολικής Κρήτης, με όχι πολλούς τοπικούς ιδιωματισμούς.
- Στις Πινές υπήρχαν μέσα στο χωριό τρεις κύριες εκκλησίες, εκτός απο τα εξωμονστήρια. Ο Αφέντης Χριστός, ο Τίμιος Σταυρός και ο Άγιος Ιωάννης. Είναι περίπου της ίδιας εποχή, αλλά δεν υπάρχει γραπτή μαρτυρία πότε ακριβώς κτίστηκαν. Υπάρχει χαρακτή επιγραφή στον Αφέντη Χριστό πάνω πέτρα, που γράφει οτι ανακαινίστηκε στις 6 Σεπτεμβρίου του 1850. Άρα θα είχαν κτιστεί ακόμα παλιότερα απο αυτή τη χρονολογία.
- Ανήκαν σε όλους στο χωριό. Υπάρχει μια περίπτωση οικογενειακής εκκλησίας, ενός εξωμοναστηριού δηλ που την έκτισε ιδιώτης αλλά πριν το 1900. Τώρα όμως δεν είναι οικογενειακή. Ανήκει στο χωριό.
- Παλιότερα και στις τρεις παραπάνω εκκλησίες θάβανε νεκρούς, ήταν δηλαδή νεκροταφεία. Μετά την πύκνωση του συνοικισμού καθιερώθηκε νεκροταφείο ή εκκλησία που βρισκόταν πιο μακριά απο τα σπίτια του χωριού ο Αγιος Ιωάννης που είναι και το μοναδικό νεκροταφείο μέχρι σήμερα.
- Λειτουργούσε 2-3 χρόνια γύρω στο 1910 με δάσκαλο ένα μοναχό, Ευλάμπιο τον έλεγαν. Προηγουμένως πήγαιναν στο Δήμο Φουρνής, γιατί σ αυτήν την κοίτητα ανήκε το χωριό τότε. Ύστερα καταργήθηκε και πήγαιναν τα παιδιά στην Ελούντα γιατί Πινές και Ελούντα απετέλεσαν μια Κοινότητα. Τέλος στα 1920 περίπου λειτούργησε το πρώτο σχολείο στο χωριό, στην αρχή σε ένα σπίτι και έπειτα με την εργασία όλων των κατοίκων του χωριού κτίστηκε καινούριο κτίριο.
- Η γεωργία και η κτηνοτροφία ήταν οι κυριότερες ασχολίες. Υπήρχαν λίγοι τεχνίτες. (Στην Ελούντα, στην Κοινότητα αυτή ανήκουν οι Πινές, ασχολούνταν και με την αλιεία. Στις Πινές μερικοί είχαν μέλισσες. Αλλή η μελισσοκομία ήταν επικουρικό επάγγελμα, όχι κύριο. Το μέλι το είχαν για το σπίτι τους.
- Λάδι, αμύγδαλα, δημητριακά, χαρούπια ήταν τα κυριότερα. Μερικοί είχαν μικρό αμπέλι και έφτιαχαν κρασί, ρακί αλλά μόνο για τις ανάγκες του σπιτιού. Καλλιεργούσαν λίγα λαχανικά και λίγα οπωροφόρα δέντρα απιδιές, Βερικοκιές, συκιές κλπ καθώς επίσης και όσπρια.
- Για αυτοκατανάλωση προορίζονταν κυρίως τα δημητριακά, λάδι, τα λαχανικά, τα φρούτα, το κρασί, η ρακί, τα όσπρια. Για το εμπόριο είχαν το λάδι (υπήρχε αρκετά μεγάλη παραγωγή), τα αμύγδαλα, τα χαρούπια.
- Τα ίδια προϊόντα καλλιεργούνται. Εξακολουθούν οι παλιές καλλιέργειες.
- Το χωριό ολόκληρο δεν ήταν τίποτε απο αυτά. Απλώς ήταν ένα μικρό χωριό απο 250-500 περίπου κατοίκους, που άνηκε πριν το 1900 στην Κοινότητα Φουρνής και μετά στην Κοινότητα Ελούντας.
- Το χωριό ολόκληρο δεν ήταν ούτε τσιφλίκι οπυτε βακούφι. Υπήρχε μια ολόκληρη περιφέρεια τουρκικών κτημάτων έξω απο το χωριό που ανήκαν σε τούρκους γαιοκτήμονες, τσιφλικάδες και είχαν εκεί και τα σπίτια τους και ονομαζόταν τσιφλίκι. (Έχω γράψει σχετικά στην Α4 ερώτηση) και ήταν ανεξάρτητο απο την Κοινότητα. Οι Χριστιανοί που νοίκιαζαν τα κτήματά τους και τα καλλιεργούσαν έπερναν το μισό ή το 1/3 της παραγωγής. Όσαν κτήματα δεν είχαν προλάβει να πουλήσουν οι Τούρκοι με την ανταλλαγή των πληθυσμών, το κράτος τα μοίρασε σε Μικρασιάτες πρόσφυγες. Πριν το 40 αλλά και σήμερα ακόμα υπήρχαν τα μοναστήρια που είχαν πολλά κτήματα "μαναστηριακά" όπως τα έλεγαν, και κοπάδια ακόμη. Η αρχιεπισκοπή τα κτήματα αυτά τα έβγαζε στη πλειοδοσία, σε πλειοδοτικό διαγωνισμό. Δηλαδή όποιος έδινε περισσότερα αυτός τα έπαιρνε για να τα εκμεταλλευτεί και έδινε στο μοναστήρι το ποσό που είχαν συμφωνήσει. Υπήρχαν και Ελληνες μεγαλοκτηματίες πριν το 40 που έδιναν τα κτήματά τους συμισακά (δηλ έπαιρναν το μισό) σε άλλους Χριστιανούς που δεν ήταν τόσο πλούσιοι για να τα δουλέψουν και να παίρνιυν το μισό της παραγωγής ή το 1/3 ή τους είχαν με ημερομίσθιο (μεροκάματο).
- Όχι
- Ένας κλήρος εθεωρείτο μεγάλος απο 100 στρέμματα και πάνω
- Γύρω στις 4 με 5 μεγάλες οικογένειες. Οι περισσότεροι είχαν απο 10 μέχρι 30 στρέμματα.
- Γύρω στα 50 στρέμματα.
- Ναι. Όλοι σχεδόν είχαν πρόβατα, κατσίκες λιγότρες αγελάδες για όργωμα (το ζευγάρι όπως το έλεγαν), γαϊδούρια, μουλάρια για τις δουλειές και άλλα οικόσιτα ζώα, κότες κλπ
- Απο πάντα υπήρχε.
- Πριν το 1900 υπήρχαν όχι τσελιγκάτα αλλά κοπάδια στις γύρω εκτάσεις. 2-3 κοπάδια, κυρίως πρόβατα, απο 300-500 ζώα. Στα επόμενα χρόνια τα ζώα που υπήρχαν στα κοπάδια ήταν πολύ λιγότερα.
- Στις Πινές όχι. Μόνο στην Ελούντα (σε αυτή την Κοινότητα ανήκαν οι Πινές) ασχολούντο γιατί ήταν πιο κοντά στη θάλασσα.
- Όχι. Υπήρχαν βέβαια κτίστες, μαραγκοί, τσαγκάριδες κα. Οι γυναίκες ύφαιναν κλπ για τις ανάγκες του σπιτιού, αλλά αυτά ήταν επικουρικά επαγγέλματα. Το κύριο επάγγελμα των κατοίκων ήταν γεωργοί. Επι πλέον εξασκούσε την τέχνη του στις ελεύθερες ώρες. Γενικά οι ανάγκες ήταν μικρές γιατί ο καθένας έφτιαχνε συνήθως μόνος του ο,τι χρειαζόταν.
- Το ίδιο σύστημα περίπου εξακολουθεί να υπάρχει και σήμερα.
- Υπήρχαν οι προεστοί του χωριού. Τους αποτελούσαν ο παπάς του χωριού, οι πιο εγγράμματοι και φυσικά οι δυνατοί, αυτοί που είχαν πολλά κτήματα.
- Οι κάτοικοι πλήρωναν στον "Μουκατά" ή 'Εμιρί" δηλαδή φόρο εισοδήματος (λάδι, αμύγδαλα, χαρούπια κλπ) στην Κοινότητα. Η πληρωμή γινόταν με τον παρακάτω τρόπο. Η κοινότητα έβγαζε σε πλειοδοσία το φόρο εισοδήματος έλεγε δηλ νοικιάζεται ο μουκατάς. Όποιος απο τους πολίτες έδινε τα περισσότερρα στην κοινότητα, αναλάμβανε να συγκεντρώσει τους φόρους, το 2-3% περίπου των εισοδημάτων. Έδινε λοιπόν όσα είχε συμφωνήσει στην κοινότητα και το υπόλοιπο το κρατούσε ο ίδιος. Έτσι μπορούσε να είναι κερδισμένος ή χαμένος, ανάλογα με όσα έδινε στην Κοινότητα.
- Δεν υπήρχαν αναγνωρισμένες κοινωνικές τάξεις με τίτλους κλπ. Βέβαια μερικοί ήταν μεγαλοκτηματίες και άλλοι με λιγότερα κτήματα, παρακατιανοί. Πάντως όλοι λίγο - πολύ, είχαν ένα μικρό κλήρο που τον καλλιεργούσε. Σε περίπτωση που δεν τον έφτανε νοίκιαζε κτήματα άλλων κ αυτός έπερνε το 1/2 ή το 1/3 της παραγωγής.
- Ναι ήταν πολύ συνηθισμένο. Συνηθίζεται ακόμη και σήμερα. Πρόσφεραν την εργασία τους χωρίς αμοιβή για να κτίσουν σχολείο, εκκλησίες, να κατασκευάσουν δρόμους, στέρνες (δημόσιες δεξαμενές νερού).
- Η συμμετοχή ήταν υποχρεωτική για όλους τους άνδρες απο 20-60 χρόνων. Οι γυναίκες συμμετείχαν και βοηθούσαν εθελουσίως σε ελαφριές δουλειές.
- Τον σήκωναν όλοι μαζί με το ζόρι και τον πήγαιναν να δουλέψει. Συνήθως όμως συμμετείχαν με τη θέλησή τους όλοι γιατί το θεωρούσαν ντροπή να μη βοηθήσουν. Τώρα τελευταία κόβουν διπλότυπο και πληρώνουν όσοι δεν θέλουν να δουλέψουν.
- Ναι πολύ συνηθισμένο στις περισσότερες γεωργικές εργασίες εαν όχι σε όλες. Π.χ στο θέρος, στη συγκομιδή αμυγδάλων, χαρουπιών, στις ελιές.
- Ίσχυε για το χτίσιμο σπιτιών, δεξαμενών νερού, φούρνων κλπ
- Ήταν ανεπτυγμένη πολύ και ανάμεσα στις γυναίκες πχ για το σπάσιμο των αμυγδάλων, για να ξάνουν και να κλώσουν τα μαλλιά. Για το "διάσιμο" δηλ προετοιμασία του αργαλειού για την ύφανση κουβερτών κ.α
- Ο πατέρας, η μητέρα και όσα παιδιά είχαν ανύπαντρα, αποτελούσαν μια οικογένεια ξεχωριστή, ανεξάρτητη.
- Αφέντη, αφεντάκι, πατέρα, κύρη, μπαμπά. Μα(συγκεκριμένος τύπος της μάννας), μητέρα, μάννα, μαμά
- Παππού
- Λαλά ή γιαγιά
- Παππού
- Λαλά ή γιαγιά
- Εγγόνια
- Εγγόνια
- Αδέλφι
- Αμπλά (αδερφή)
- Όχι
- Όχι
- Χωρίς ιδιαίτερο όνομα
- Μπάρμπα, θείο
- Θειά, θεία
- Το ίδιο με τα αδέλφια του πατέρα. Δεν υπήρχε διάκριση.
- Τα έλεγαν ανήψα και τα προσφωνούσαν (ο) ανηψέ, (η) ανηψά
- Δεν είχαν ιδιαίτερο όνομα. Ο γιος μου, η θυγατέρα μου
- Ο πρωτογιός, η πρωτοθυγατέρα - στερνοπαίδι ή στερνοβύζι.
- Προγονοί
- Αντζιμπραγά
- Συμπεθέρους
- Πατέρα, όταν του μιλούσε απευθείας
- Μητέρα, όταν της μιλούσε απευθείας
- Κουνιάδος (κλητική:κουνιάδε) - κουνιάδα
- Πατέρα
- Μητέρα
- Κουνιάδο - κουνιάδα
- Χωρίς ιδιαίτερο όνομα. Καμιά φορά: γιε μου ή παιδί μου.
- Το ίδιο με τον πεθερό παραπάνω.
- Κουνιάδο
- Κουνιάδα
- Κουνιάδες
- Γυναίκα ή κερά. Αφέντη - αφεντικό
- Συνήθως στο πρώτο αγόρι ή κορίτσι έδιναν το όνομα Μανώλης - Μαρία, εκτός και έλεγαν έτσι τον πατέρα ή τη μητέρα του παιδιού. Διαφορετικά στο πρώτο αγόρι έδιναν το όνομα του παππού απο τον πατέρα και στο πρώτο κορίτσι της γιαγιάς απο τη μητέρα. Στα υπόλοιπα παιδιά έδιναν τα ονόματα πάλι των παππούδων και των γιαγιάδων. Ο νονός πάντα μπορούσε να δώσει στο παιδί όποιο όνομα ήθελε. Συνήθως όμως συμβουλευόταν τους γονιούς του παιδιού.
- Βοηθούσαν στο θέρος (θέριζαν), στο μάζεμα των αμυγδάλων, των χαρουπιών, στις ελιές, κουβαλούσαν νερό, φρόντιζαν τα ζώα, βοηθούσαν στο αλώνισμα, στο σκάψιμο.
- Βοηθούσαν στο θέρος, στις ελιές, στο μάζεμα αμυγδάλων, χαρουπιών και γενικά στη συγκομιδή των εισοδημάτων, στο αλώνισμα, στο σκάψιμο.
- Τη φύλαξη των ζώων στη βοσκή, το άρμεγμα, το κούρεμα, το τάϊσμα.
- Στις Πινές δεν ασχολούνταν με την αλιεία γιατί απέχουν κάπως απο τη θάλασσα. Στην Ελούντα που ανήκαν σε μια κοινότητα με τις Πινές οι γυναίκες έραβαν τα δίχτυα.
- Στο χωριό υπήρχε οικιακή βιοτεχνία που κάλυπτε μόνο τις ανάγκες της οικογένειας. Δηλαδή ο καθένας έφτιαχνε μόνος του τις περισσότερες φορές ότι ήθελε. Οι γυναίκες π.χ ασχολούνταν με το ξάσιμο, κλώσιμο των μαλλιών, ύφαιναν μόνες τους κουβέρτες κλπ για τις ανάγκες του σπιτιού. Έραβαν τα είδη ρουχισμού, βοηθούσαν τους άνδρες στις δουλειές κλπ. Υπήρχαν βέβαια κτίστες, τσαγκάριδες, μαραγκοί, ράφτες κ.α που το κύριο επάγγελμά τους ήταν γεωργός. Επι πλέον ως επικουρικό επάγγελμα εξασκούσαν την τέχνη τους στις ελεύθερες ώρες, επειδή οι πελάτες ήταν πολύ λίγοι, αφού είπαμε ο καθένας κατασκεύαζε μόνος του ότι ήθελε.
- Το όργωμα, ράβδισμα (ελιών, χαρουπιών, αμυγδάλων), τυροκόμημα, τα ξύλα, το φόρτωμα και κουβάλημα, καλλιέργεια λαχανικών στους κήπους.
- Απο πολύ μικρά 5-6 χρονών τα έστελναν πχ μαζί με το μεγαλύτερο παιδί στα ζώα ή τα έπερναν μαζί τους στο χωράφι και βοηθούσαν στο μάζεμα ή έκαναν διάφορα θελήματα. Αγόρια και κορίτσια έκαναν τις ίδιες δουλειές μόνο που τα κορίτσια επιπλέον βοηθούσαν και μέσα στο σπίτι. (Σκούπιζαν, άναβαν φωτιά, αμα μεγάλωναν μαγείρευαν κλπ)
- Αν ήτα όλα κορίτσια ή όλα αγόρια παντρεύονταν κατά σειρά ηλικίας. Αν ήταν ανάμεικτα, ο μεγάλος γιος περίμενε να παντρευτεί πρώτα η αδελφή του. Γενικά δινόταν προτεραιότητα στα κορίτσια, εκτός πια αν η διαφορά ηλικίας του μεγάλου γιου απο τη μικρή ή τις μικρές κόρες ήταν πολύ μεγάλη, οπότε παντρευόταν ο γιος.
- Γύρω στα 20-25 για τις γυναίκες. Για τους άνδρες πάνω απο τα 25 αφού πρώτα στρατευτούν. Υπήρχαν βέβαια και εξαιρέσεις. Ήταν επιτρεπτό αλλά όχι συνηθισμένο.
- Συνήθως και οι δύο ήταν απο το ίδιο χωριό. Αν όχι, φρόντιζαν απο τα κοντινά χωριά, αν ήταν δυνατόν να διαλέγουν τους γαμπρούς και τις νύφες χωρίς διάκριση. Αποφεύγανε τα μακρυά.
- Έμεναν σε καινούριο δικό τους σπίτι ανεξάρτητο απο τα πατρικά. Το σπίτι αυτό έπρεπε να το έχει ο γαμπρός. Γιατί παλιά αν δεν είχε σπίτι δικό του (όχι το πατρικό) δύσκολα του έδιναν νύφη. Τώρα συμβαίνει το αντίθετο και το σπίτι πρέπει να το έχει η νύφη.
- Όχι. Ο καθένας πήγαινε σε χωριστό δικό του σπίτι και αποτελούσε χωριστή οικογένεια. Πολύ σπάνια και για λίγο διάστημα έμεναν μαζί, μέχρι να φτιάξουν το δικό τους.
- Όχι. Εαν ένα παιδί παντρευόταν και τα άλλα του αδέλφια ήταν ακόμα μικρά, ο πατέρα του έδινε το μερίδιο που του αναλογούσε ως έγγυστα (υπολογισμένο), για να το δουλεύει. Όταν παντρεύονταν και τα άλλα παιδιά, μοίραζαν την περιουσία τελεσίδικα με συμβόλαια.
- Ενα - ένα τα παιδιά που παντρεύονταν χώριζαν και ήγαιναν σε δικό τους σπίτι. Καθένας έφτιαχνε δική του οικογένεια.
- Καθένα παιδί έμενε και στο σπίτ του. Οι γονείς πάλι μέχρι που μπορούσαν έμεναν μόνοι στο δικό τους. Οταν πια γίνονταν πολύ γέροι και δεν μπορούσαν να συντηρηθούν, τους έπαιρναν τα παιδιά στο δικό τους σπίτι. Έμεναν σε κάθε παιδί ένα μήνα ή μια βδομάδα, ανάλογα με το πως είχαν συμφωνήσει. Το πατρικό σπίτι το έπαιρνε εκείνος στο μερίδιο του οποίου τύχαινε όταν μοίραζαν την περιουσία. Μόνο σε περίπτωση που ένα παιδί αγόρι ή κορίτσι δεν παντρευόταν, έμενε στο πατρικό σπίτι μαζί με τους γονείς και τους φρόντιζε συνήθως.
- Δεν έπαιρνε μια οικογένεια ποτέ σώγαμπρο.
- Μπορούσαν να παντρευτούν μόνο απο δεύτερα ξαδέλφια και κάτω (τα δεύτερα δεν παντρεύονταν). Γάμος μεταξύ πρώτων εξαδέλφων όχι. Υπήρξε μόνο μια περίπτωσηπου 2αδέλφια παντρεύτηκαν, αλλά 2αδέλφια. Τότε όμως δεν τους έπαιρναν απο καλό μάτι οι άλλοι.
- Ναι. Αλλά υπάρχουν περιπτώσεις, που παντρεύτηκαν δεύτερα εξαδέλφια.
- Όχι. Παντεύονταν, αρκεί να μην είχαν μεγάλη συγγένεια.
- Πολύ σπάνια. Κυρίως για λόγους ασυμφωνίας.
- Συνήθως ο νονός της νύφης και αν δεν ήταν δυνατόν ο νονός του γαμπρού. Βέβαια δεν ήταν υποχρεωτικό. Μπορούσε εξίσου και κάποιος άλλος.
- Το πρώτο παιδί το βάφτιζε συνήθως αυτός που στεφάνωνε το ζευγάρι. Κάθε παιδί είχε ξεχωριστό νονό.
- Και τα δυο μπορούσαν να συμβούν το ίδιο συχνά. Σε αρκετές περιπτώσει έβαζαν κουμπάρο φίλο ή συγγενή. Βέβαια φρόντιζαν να είναι και πλούσιος και κοινωνικά ανώτερος ή να μην έχει παιδιά. Εκείνο που φρόντιζαν περισσότερο ήταν να μην έχουν διαφορές μεταξύ τους δηλ τσακώματα κλπ γιατί μετά οι κουμπάροι δεν έπρεπε να έρθουν σε ρήξη.
- Συνήθως απαγορευόταν. Υπήρχαν και εξαιρέσεις καμιά φορά.
- Αποφεύγανε. Δε θυμούνται καμιά τέτοια περίπτωση.
- Δεν θυμούνται να είχαμε ποτέ στο χωριό αδελφοποιτούς.
- Όχι. Δεν υπήρχε θεσμός της προίκας. Απλώς το κάθε παιδί είτε αγόρι, είτε κορίτσι ήταν, έπαιρνε το μερίδιο που του αναλογούσε. Σπάνια και σε ειδικές περιπτώσεις έπαιρνε ένα παιδί "πανωπροίκι" όπως λεγόταν δηλ παραπάνω μερίδιο απο το κανονικό.
- Το "πανωπροίκι" (παραπάνω μερίδιο απο το κανονικό) δινότανε με συμβόλαιο, γραπτά. Δεν υπήρχε ο όρος προικοσύμφωνο. Γραπτά, με συμβόλαιο δινότανε επίσης και το κανονικό μερίδιο, που αναλογούσε στο κάθε παιδί.
- Όχι
- Δεν υπήχαν προκοσύμφωνα.
- Δεν ήταν απαραίτητο. Αν οι γονείς ήθελαν ή είχαν υποσχεθεί βοηθούσαν την κόρη τους ανάλογα με τα χρήματα που διέθεταν.
- Δεν ήταν απαραίτητο. Το σπίτι συνήθως το είχε ο γαμπρός.
- Συνήθως στο χωριό.
- Το μερίδιο που της αναλογούσε. Σπάνια θα έδιναν παραπάνω "πανωπροίκι" κι έπειτα απο συγκατάθεση και των άλλων παιδιών της οικογένειας.
- Τα δένδρα που υπήρχαν στα χωράφια. Απο ζώα έδιναν πρόβατα, κατσίκες, αγελάδες κλπ ώστε να κάμει μια ρχή η καινούρια οικογένεια.
- Όχι. Όλα τα κορίτσια (και τα αγόρια) φρόντιζαν οι γονείς να παίρνουν ίσο κατά το δυνατόν μερίδιο. Καμιά φορά (ανάλογα πάντα με την περίπτωση) τα αγόρια κυρίως υποχωρούσαν με τη θέλησή τους και άφηναν κάτι παραπάνω στα κορίτσια για να το αποκαταστήσουν καλύτερα π.χ λίγο περισσότερο ύη κάπως καλύτερο χωράφι κλπ
- Όχι. Ποτέ
- Όχι. Η περιουσία της μητέρας μεταβιβαζόταν σε όλα τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια.
- Όχι υποχρέωση. Εθελουσίως συνήθιζαν να βοηθούν τα κορίτσια, ώστε να αποκατασταθούν καλύτερα. Ακόμα περισσότερο σε περίπτωση θανάτου του πατέρα. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση τους επαινούσαν και τους εκτιμούσαν ιδιαίτερα στο χωριό.
- Μα δεν έπαιρνε προίκα καμιά γυναίκα. Έπερνε το μερίδιο που της αναλογούσε απο την όλη περιουσία των γονέων τους. Δηλ ο πατέρας και η μητέρα χώριζε την περιουσία του ο καθένας σε ίσα κατά το δυνατόν μερίδια έτσι ώστε όλα τα παιδιά να συμφωνούν οτι τα μερίδια ήταν ίδια μεταξύ τους. Έπειτα τραβούσαν κλήρους (λαχνούς) και ο καθένας έπαιρνε το μερίδιο που του τύχαινε. Αυτός ήταν ο πιο συνηθισμένος και πιο δίκαιος τρόπος μοιρασιάς της περιουσίας. Υπήρχαν σπάνια εξαιρέσεις. Περιπτώσεις δηλαδη που ο πατέρας π.χ έδινε στον πρωτογιό του ή το μοναχογιό του μεγαλύτερο μερίδιο. Αυτό όμως ο κόσμος δεν το θεωρούσε δίκαιο, σωστό.
- Το μισό μερίδιο απο την περιουσία της γυναίκας το έπαιρνε ο άνδρας της και ονομαζόταν "ανδρομοίρι". Το άλλο μισό το μοιράζονταν οι συγγενείς της δηλαδη τα αδέλφια της ή τα ανήψια της. Εκτός αν η γυναίκα έκανε τη διαθήκη της πρίν πεθάνει, οπότε άφηνε την περιουσία της όπου ήθελε.
- Όχι
- Όταν παντρευόταν ένα αγόρι (ή κορίτσι) της οικογένειας και τα άλλα παιδιά της οικογένειας ήταν πολύ μικρά, οι γονείς του δίνανε ως έγγιστα το ανάλογο μερίδιο για να το εκμεταλλεύεται. Την υπόλοιπη περιουσία την κρατούσαν οι γονείς για να τη δουλεύουν και να συντηρούν την υπόλοιπη οικογένεια. Όταν γονείς και παιδιά αποφάσιζαν για διάφορους λογους (πχ γιατί παντρεύονταν και άλλα παιδιά) οτι έπρεπε να μοιραστεί σε όλους η περιουσία, τελεσίδικα, τη χώριζαν σε ίσα κτά το δυνατόν μερίδια και μετά τραβούσαν κλήρους (λαχνούς) και καθένας έπαιρνε το μερίδιο που του αναλογούσε, με συμβόλαιο γραπτό. Έτσι το αρχικό μερίδιο που είπαμε παραπάνω δεν ήταν οριστικό, σταθερό. Την περιουσία λοιπόν οι γονείς τη μοίραζαν όποτε ήθελαν αυτοί, ύστερα απο συνενόηση με τα παιδιά τους συνήθως όταν παντρεύονταν τα παιδιά. Δεν την έδιναν όλη την περιουσία. Ένα μέρος το κρατούσαν "γεροντομοίρι" για να συντηρούνται οι ίδιοι, όταν μείνουν μόνοι ή όταν ήταν πια ανήμποροι να δουλέψουν και να ζήσουν τον εαυτό τους.
- Όλοι έπαιρναν ίσο μερίδιο.
- Ίσο μερίδιο έπαιρναν αγόρια και κορίτσια.
- Με διαθήκη, με γραπτό συμβόλαιο.
- Η περιουσία μοιραζόταν σε ίσα κατα το δυνατό μέρη, ανάμεσα στα αδέλφια και μετά τραβούσαν λαχνούς (ή κλήρους). Έτσι καθένας έπαιρνε το μερίδιο που του τύχαινε. Πάντα ίσχυε αυτός ο τρόπος γιατί τον θεωρούσαν πιο δίκαιο, πιο άμερόληπτο. Το μοίρασμα γινόταν ανάμεσα στα αδέλφια αγόρια και κορίτσια. Διαλεγός δεν έμπαινε κανείς.
- Αν υπήρχαν παιδιά, η γυναίκα λογαριαζόταν κι αυτή σαν παιδί και έπαιρνε το μερίδιο που της αναλογούσε. Αν είχαν π.χ δυο παιδιά η γυναίκα έπαιρνε το 1/3. Αν είχαν 3 έπαιρνε το 1/4 κ.ο.κ.
- Αν δεν υπήρχαν παιδιά, η γυναίκα έπαιρνε το μισό της περιουσίας, το "γυναικομοίρι". Το άλλο μισό το μοιράζονταν οι συγγενείς του άνδρα δηλ τα αδέλφια του ή τα ανήψια του.
- Τον κληρονομούσαν οι κόρες του.
- Κανονικά τον κληρονομούσε ο ίδιος ο αδελφός του ή η αδελφή του. Αν είχαν πεθάνει, τότε τον κληρονομούσαν τα παιδιά τους δηλαδή τα ανήψια του άνδρα που πέθαινε χωρίς παιδιά. Το ίδιο συνέβαινε και μετον αδελφό της μητέρας του.
- Ουδέν είχε καθόλου παιδιά
- Συνήθως προτιμούσαν παιδιά αδελφών αν τα άφηναν οι γονείς τους. Γενικά συγγενών τους παιδιά που ονομάζονταν "ανεθρευτοί", αλλά βέβαια και ορφανά καμιά φορά.
- Τα ίδια δικαιώματα που είχε και ένα δικό τους παιδί (όχι υιοθετημένο).