- Ψηφιακό τεκμήριο
- Αρχειακό και οπτικο-ακουστικό υλικό ερευνών
- Καλλονή Τροιζηνίας
- 216
- Δρυόπης
- Τροιζηνίας
- Αττικής
- Λεσσιά
- Αρβανίτες
- Όχι
- Όχι
- Αρβανίτικα
- Τέσσερις (είναι πολύ παλιές).
- Από τις τέσσερις μόνον η μια οικογενιακή.
- Ένα που μεταφέρθηκε.
- Λειτούργησε πρώτα στην εκκλησία το 1952.
- Με τη γεωργία και τη κτηνοτροφία (κηπευτικά, ντομάτες, αγγούρια, μελιτζάνες, πρόβατα και γίδια)
- Κηπευτικά - λαχανικά.
- Ντομάτες, αγγούρια, μελιτζάνες για το εμπόριο.
- Ανθοκομεία και εσπεριδοειδή. Τα ανθοκομικά από το 1960. Τα εσπεριδοειδή από το 1946.
- Κεφαλοχώρι
- Όχι
- Ποτιστικά 30 στρέμματα και αγροί από 50 στρέμματα.
- Πέντε κάτοικοι.
- Είναι τα δέκα στρέμματα.
- Ναι, πρόβατα και κατσίκια.
- Από πολύ παλιά
- Υπήρχαν πολλά. Τώρα μόνο ένα.
- Πολύ λίγοι.
- Υπήρχαν μόνον αργαλειοί και ότι είχε σχέση με το μαλλί και το βαμβάκι.
- Σταμάτησαν. Λειτουργούν σποραδικά.
- Υπήρχαν ακριβώς όπς και σήμερα. Τρία χωριά αποτελούν μια κοινότητα.
- Πλήρωναν στην αγροφυλακή και κοινωτικούς φόρους.
- Υπήρχαν πλούσιοι και φτωχοί αλλά χωρίς μεγάλη διαφορά.
- Εργάζονταν "προσωπική εργασία" για τη κατασκευή ή διόρθωση δρόμων.
- Ήταν υποχρεωτική για όλους τους άνδρες από 20 ετών εως 60. Γυναίκες δεν συμμετείχαν.
- Πλήρωνε φόρο. Ημερομίσθιο αντίστοιχο για της ημέρες συμμετοχής.
- Ήταν η αλληλοβοήθεια συνηθισμένο φαινόμενο στο θέρος και τις ελιές.
- Βοηθούσαν επίσης στο κτίσιμο των σπιτιών.
- Οι γυναίκες βοηθούνταν στο θέρος και τις ελιές και στους αργαλειούς.
- Λίγες οικογένειες είχαν τον πατέρα του άνδρα ή της γυναίκας. Αδελφός του άνδρα.
- Πατέρα και μητέρα.
- Παππού
- Γιαγιά
- Παππού
- Γιαγιά
- Εγγόνι
- Εγγόνια
- Με το όνομά τους
- Με το όνομά τους
- Όχι
- Όχι
- Με το όνομά τους
- Θείο ή μπάρμπα
- Θείτσα
- Θείο - θείτσα
- Ανήψια
- Το παιδί μου, το κορίτσι μου
- Όχι
- Παραπαίδια
- Δίδυμα
- Συμπέθεροι
- Πατέρα
- Μητέρα
- Κουνιάδος και κουνιάδα
- Πατέρα - παππού
- Μητέρα
- Κουνιάδος - κουνιάδα
- Παιδί ή γαμπρό
- Παιδί ή γαμπρό
- Γαμπρός μου
- Νύφη
- Νύφη
- Ο άντρας μου ή ο νοικοκύρης ή η κυρά.
- Το αγόρι έπαιρνε του πατέρα του πατέρα του. Το δεύτερο των γονιών της μητέρας και στα υπόλοιπα όποιο ήθελε ο κουμπάρος.
- Μάζευαν ελιές, κουβαλούσαν νερό, οι γυναίκες βοηθούσαν τους άνδρες στις εξωτερικές δουλειές.
- Ελιές, θέρος.
- Βοσκούσνα τα πρόβατα. Τα άρμεγαν και έκαναν τυρί.
- Καμμία.
- Στους αργαλειούς ήταν αποκλειστική η συμμετοχή της γυναίκας.
- Το ψάρεμα, το όργωμα, το κουβάλημα των ξύλων το κτίσιμο των σπιτιών.
- Από τα 12 χρόνια τους τα αγόρια βοηθούσαν τον πατέρα. Τα κορίτσια βοηθούσαν τη μητέρα.
- Έπρεπε, πρώτα να παντρευτούν τα κορίτσια και έπειτα το αγόρι.
- Η ηλικία ήταν από 20 και πάνω. Η γυναίκα μικρότερη από τον άνδρα.
- Ανάλογα με την περίπτωση και από το ίδιο χωριό και από τα γειτονικά ανεξάρτητα.
- Στο πατρικό του γαμπρού.
- Όχι δεν ζούσαν όλοι στο ίδιο σπίτι.
- Τη μοίραζαν τη περιουσία. Μόνον τα κορίτσια έπαιρναν τη προίκα τους περισσότερη από των αγοριών τη περιουσία.
- Όταν δεν υπήρχε χώρος. Υπήρχε και το θέμα το οικονομικό.
- Έμενε στο πατρικό ο μικρότερος γιός.
- Όταν δεν είχε άλλα παιδιά.
- Σπάνια
- Για το μικρότερο
- Έγραφε μόνον ότι του άνηκε
- Του γαμπρού το επώνυμο πάντα.
- Δεν παντρεύονταν συγγενείς ποτέ.
- Υπήρχε
- Όχι
- Υπήρχαν. Λόγοι ήταν ζήτημα ασυμφωνίας ή προίκας.
- Ο νονός του γαμπρού.
- Ο κουμπάρος και ο άλλος όποιον ήθελε το ζευγάρι.
- Τον τυχόντα.
- Απαγορευόταν ο γάμος.
- Όχι
- Όχι, ποτέ.
- Όχι
- Υπήρχε
- Και προφορικά και προικοσύμφωνο που γίνονταν στο συμβολαιογραφείο χειρόγραφα.
- Όχι
- Οι συμβολαιογράφοι και δύο μάρτυρες.
- Μόνο κτήματα.
- Όχι
- Ναι
- Ναι - ζώα
- Η πρώτη έπαιρνε κατι περισσότερο για να παντρευτεί γρηγορότερα.
- Όχι
- Όχι
- Μόνον οι γονείς. Στο θάνατο του πατέρα έδινε η μητέρα.
- Όχι όταν γινόταν προικοσύμφωνο.
- Την έπαιρναν οι συγγενείς της γυναίκας.
- Όχι
- Όχι
- Τα αγόρια μετά τον θάνατο των γονιών
- Το ίδιο όλοι.
- Μεγαλύτερο
- Και προφορικά και με διαθήκη.
- Γινόταν και δια λόγου και με λαχνό, όπως συμφωνούσαν μεταξύ τους.
- Όλο το μερίδιο της το έπαιρνε ο σύζυγος και κατόπιν τα παιδιά τους.
- Οι γονείς ή τα αδέλφια.
- Οι κόρες του.
- Τα κληρονομούσε.
- Αν δεν είχε καθόλου παιδιά.
- Παιδιά αδελφών ή συγγενών.
- Όπως ένα κανονικό παιδί.